σαράκιασμα
Смотреть что такое "σαράκιασμα" в других словарях:
σαράκιασμα — το Ν [σαρακιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαρακιάζω, η διάβρωση τού ξύλου από το σαράκι 2. μτφ. α) σωματική εξασθένηση από μια αρρώστια β) ψυχική εξασθένηση από κρυφό καημό … Dictionary of Greek
σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] … Dictionary of Greek