σαράκιασμα

σαράκιασμα

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σαράκιασμα" в других словарях:

  • σαράκιασμα — το Ν [σαρακιάζω] 1. το αποτέλεσμα τού σαρακιάζω, η διάβρωση τού ξύλου από το σαράκι 2. μτφ. α) σωματική εξασθένηση από μια αρρώστια β) ψυχική εξασθένηση από κρυφό καημό …   Dictionary of Greek

  • σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»